- πιδώ
- -άω, Α(δ. τ. τού πιδύω) αναβλύζω, ξεπηδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου τ. *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιδῶ — πιδάω pres imperat mp 2nd sg πιδάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πιδάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πιδάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) πιδάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) πιδάω imperf ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… … Dictionary of Greek